ἐπικίχρημι: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίχρημι:''' αόρ. αʹ <i>ἐπ-έχρησα</i>, [[δανείζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπικίχρημι:''' αόρ. αʹ <i>ἐπ-έχρησα</i>, [[δανείζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικίχρημι:''' (aor. [[ἐπέχρησα]]) давать взаймы, ссужать (τινί τι πρὸς τὸν πόλεμον Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίχρημι Medium diacritics: ἐπικίχρημι Low diacritics: επικίχρημι Capitals: ΕΠΙΚΙΧΡΗΜΙ
Transliteration A: epikíchrēmi Transliteration B: epikichrēmi Transliteration C: epikichrimi Beta Code: e)piki/xrhmi

English (LSJ)

aor. I ἐπέχρησα,

   A lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἐπέχρησα;
prêter en outre.
Étymologie: ἐπί, κίχρημι.

Greek Monolingual

ἐπικίχρημι (Α)
δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].

Greek Monotonic

ἐπικίχρημι: αόρ. αʹ ἐπ-έχρησα, δανείζω, τί τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικίχρημι: (aor. ἐπέχρησα) давать взаймы, ссужать (τινί τι πρὸς τὸν πόλεμον Plut.).