ἐποπτήρ: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποπτήρ:''' ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., of tutelary gods,
A λιτῶν A.Th.640 ; also ἐ. φρυκτωριῶν Arist.Mu.398a31.
German (Pape)
[Seite 1008] ῆρος, ὁ, = Folgdm, der auf Etwas hinsieht, es berücksichtigt, λιτῶν Aesch. Spt. 622; φρυκτωριῶν, Arist. mund. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποπτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― ὡσαύτως, ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui veille à ou sur, gén..
Étymologie: ἐπόψομαι.
Greek Monolingual
ἐποπτήρ, ὁ (Α)
αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.
β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].
Greek Monotonic
ἐποπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, λιτῶν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποπτήρ: ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.