ἐσπευσμένως: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]]. | |mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐσπευσμένως:''' ревностно, усердно (ποιεῖν τι Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (σπεύδω)
A with eager haste, D.H.Dem.54, J.AJ 5.6.3, Arr.Epict.1.20.12.
German (Pape)
[Seite 1043] (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσπευσμένως: Ἐπίρρ. (σπεύδω), μετὰ σπουδῆς, ταχέως, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά
νεοελλ.
επιπόλαια, αμελέτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του σπεύδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσπευσμένως: ревностно, усердно (ποιεῖν τι Sext.).