ἑρμογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.
Greek Monolingual
ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].
Greek Monotonic
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.