εὔαθλος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔαθλος:''' -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔαθλος:''' -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔαθλος:''' успешно борющийся, побеждающий Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A successfulin contests, Pi.I.6(5).3. II happily won, γέρα APl.5.363.
German (Pape)
[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.
Greek Monolingual
εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].
Greek Monotonic
εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔαθλος: успешно борющийся, побеждающий Pind.