εὐκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκάθεκτος:''' легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάθεκτος Medium diacritics: εὐκάθεκτος Low diacritics: ευκάθεκτος Capitals: ΕΥΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eukáthektos Transliteration B: eukathektos Transliteration C: efkathektos Beta Code: eu)ka/qektos

English (LSJ)

ον,

   A easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.

Greek Monolingual

εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.

Greek Monotonic

εὐκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάθεκτος: легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).