εὐφόρητος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφόρητος:''' -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐφόρητος:''' -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφόρητος:''' легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться ([[τάφος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].
Greek Monotonic
εὐφόρητος: -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, υποφερτός, ανεκτός, τινι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρητος: легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться (τάφος Aesch.).