εὐχάλινος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐχάλινος]], -ον (Α)<br />(για ίππους)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] χαλινό<br /><b>2.</b> αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, [[ευχαλίνωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλινός]].
|mltxt=[[εὐχάλινος]], -ον (Α)<br />(για ίππους)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] χαλινό<br /><b>2.</b> αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, [[ευχαλίνωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχάλῑνος:''' (ᾰ) хорошо или красиво взнузданный Sext.
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχάλῑνος Medium diacritics: εὐχάλινος Low diacritics: ευχάλινος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: euchálinos Transliteration B: euchalinos Transliteration C: efchalinos Beta Code: eu)xa/linos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A well-bridled, S.E.M.1.169.

German (Pape)

[Seite 1108] mit schönem Zaume, Sext. Emp. adv. gramm. 169.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάλῑνος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169.

Greek Monolingual

εὐχάλινος, -ον (Α)
(για ίππους)
1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό
2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός.

Russian (Dvoretsky)

εὐχάλῑνος: (ᾰ) хорошо или красиво взнузданный Sext.