ἐφώριος: Difference between revisions
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφώριος:''' -ον ([[ὥρα]]), ώριμος, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐφώριος:''' -ον ([[ὥρα]]), ώριμος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφώριος:''' созревший, спелый (sc. [[ὀπώρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὥρα)
A mature, AP9.563 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opportun.
Étymologie: ἐπί, ὥρα.
Greek Monolingual
ἐφώριος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. του ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].
Greek Monotonic
ἐφώριος: -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφώριος: созревший, спелый (sc. ὀπώρα Anth.).