εὔτρητος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔτρητος:''' Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον ([[τιτράω]]), [[καλά]] τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορώδης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔτρητος:''' Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον ([[τιτράω]]), [[καλά]] τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορώδης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτρητος:''' эп. [[ἐΰτρητος]] 2<br /><b class="num">1)</b> искусно проколотый (λοβοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> с многочисленными отверстиями ([[κάλαμος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> с большим отверстием ([[χόανος]] Hes.);<br /><b class="num">4)</b> пористый, рыхлый ([[πέδον]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρητος Medium diacritics: εὔτρητος Low diacritics: εύτρητος Capitals: ΕΥΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eútrētos Transliteration B: eutrētos Transliteration C: eytritos Beta Code: eu)/trhtos

English (LSJ)

Ep. ἐΰτρ-, ον, (τετραίνω)

   A well-pierced, λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.Th.863; δόνακες APl.1.8 (Alc.); with many orifices, φλέβια Thphr.Sens.56; porous, σπόγγος Q.S.9.429; πέδον AP6.21.5.

German (Pape)

[Seite 1103] ep. ἐΰτρητος, wohl, künstlich durchbohrt λοβοί Il. 14, 182; δόνακες Alcaeus 10 (Plan. S); – mit großer Oeffnung, χόανος Hes. Th. 863; Theophr.; – viel durchlöchert, σπόγγος Qu. Sm. 9, 429; κάλαμος, von der Flöte, Iulian. Caes. 2 (IX, 365).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρητος: Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) καλῶς τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182˙ δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8˙ πρβλ. χόανος˙ ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56˙ πορώδης, σπόγγος Κόϊντ. Σμ. 9. 429˙ πέδον Ἀνθ. Π. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

poét. ἐΰτρητος;
ος, ον :
bien percé, percé avec art.
Étymologie: εὖ, τιτράω.

Greek Monolingual

εὔτρητος και επικ. τ. ἐΰτρητος, -ον (Α)
1. καλοτρυπημένος
2. αυτός που έχει πολλά ανοίγματα, πολλές διόδους
3. πορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρητός (< τετραίνω / τιτράω «τρυπώ»)].

Greek Monotonic

εὔτρητος: Επικ. ἐΰ-τρ-, -ον (τιτράω), καλά τρυπημένος, λέγεται για τρυπημένα αυτιά με σκουλαρίκια, σε Ομήρ. Ιλ.· πορώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτρητος: эп. ἐΰτρητος 2
1) искусно проколотый (λοβοί Hom.);
2) с многочисленными отверстиями (κάλαμος Anth.);
3) с большим отверстием (χόανος Hes.);
4) пористый, рыхлый (πέδον Anth.).