ζυγοφόρος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(4) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῠγοφόρος:''' несущий ярмо, подъяремный ([[πῶλος]] Eur.; [[ἵππος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.
Greek Monolingual
ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.
Greek Monotonic
ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).