ζωγρίας: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωγρίας]], ὁ (Α) [[ζωγρία]]<br />αυτός που συνελήφθη [[ζωντανός]], ο [[αιχμάλωτος]].
|mltxt=[[ζωγρίας]], ὁ (Α) [[ζωγρία]]<br />αυτός που συνελήφθη [[ζωντανός]], ο [[αιχμάλωτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζωγρίας:''' ου adj. m захваченный живым в плен (ζ. [[λαβεῖν]] δισχιλίους Diod.).
}}
}}

Revision as of 21:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρίας Medium diacritics: ζωγρίας Low diacritics: ζωγρίας Capitals: ΖΩΓΡΙΑΣ
Transliteration A: zōgrías Transliteration B: zōgrias Transliteration C: zogrias Beta Code: zwgri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.

German (Pape)

[Seite 1142] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρίας: ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ ζωγρίας ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους αὐτόθι 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν Μέμνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.

Greek Monolingual

ζωγρίας, ὁ (Α) ζωγρία
αυτός που συνελήφθη ζωντανός, ο αιχμάλωτος.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρίας: ου adj. m захваченный живым в плен (ζ. λαβεῖν δισχιλίους Diod.).