ἡμίβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίβρωτος:''' μισοφαγωμένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡμίβρωτος:''' μισοφαγωμένος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίβρωτος:''' наполовину съеденный ([[χήν]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-eaten, X.An.1.9.26, Axionic.8.2, Nic.Th.919, etc.
German (Pape)
[Seite 1167] dasselbe; Xen. An. 1, 9, 26; Axion. Ath. III, 95 a; Nic. Th. 919 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβρωτος: κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié mangé.
Étymologie: ἡμι-, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
ἡμίβρωτος, -ον (Α)
φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βρωτός (< βιβρώ-κω), πρβλ. ορνεό-βρωτος, φθειρό-βρωτος].
Greek Monotonic
ἡμίβρωτος: μισοφαγωμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίβρωτος: наполовину съеденный (χήν Xen.).