θεατροκρατία: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεατροκρατία]], ἡ (Α)<br />το [[κράτος]] τών θεατών, η απόλυτη [[εξουσία]] τών θεατών στο [[θέατρο]], η [[επικράτηση]] και [[επιβολή]] της γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο [[δράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>. <i>λαο</i>-<i>κρατία</i>]. | |mltxt=[[θεατροκρατία]], ἡ (Α)<br />το [[κράτος]] τών θεατών, η απόλυτη [[εξουσία]] τών θεατών στο [[θέατρο]], η [[επικράτηση]] και [[επιβολή]] της γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο [[δράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κρατής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>. <i>λαο</i>-<i>κρατία</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεᾱτροκρᾰτία:''' ἡ театрократия, господство театра, безудержная страсть к зрелищам (θ. τις [[πονηρά]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A rule exercised by the spectators in a theatre, Pl.Lg.701a.
German (Pape)
[Seite 1190] ἡ, Theaterherrschaft (Herrschaft der Zuschauer im Urtheil über ein Drama), Ggstz ἀριστοκρατία, Plat. Legg. III, 701 a.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροκρᾰτία: ἡ, κράτος τῶν θεατῶν, ἀπόλυτος ἐξουσία τῶν θεατῶν ἐν θεάτρῳ, Πλάτ. Νόμ. 701Α, σχηματισθὲν ὡς τὸ ὀχλοκρατία, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 525.
Greek Monolingual
θεατροκρατία, ἡ (Α)
το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή της γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -κρατία < -κρατής < κράτος, πρβλ. δημο-κρατία. λαο-κρατία].
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτροκρᾰτία: ἡ театрократия, господство театра, безудержная страсть к зрелищам (θ. τις πονηρά Plat.).