θεομάχος: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | |lsmtext='''θεομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεομάχος:''' (ᾰ) борющийся с богами, ведущий борьбу против божества Luc., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fighting against God, Γίγαντες Scymn.637, cf. Act.Ap.5.39, Luc.JTr. 45, Vett.Val.331.12.
German (Pape)
[Seite 1196] gegen Gott streitend; Luc. Iov. Tr. 45; N. T; ἀπόνοια Heraclid. alleg. 1.
Greek (Liddell-Scott)
θεομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐναντίον τοῦ θεοῦ, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 39, Λουκ. Διῒ Τρ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre la divinité.
Étymologie: θεός, μάχομαι.
English (Strong)
from θεός and μάχομαι; an opponent of deity: to fight against God.
English (Thayer)
θεομάχου, ὁ (Θεός and μάχομαι), fighting against God, resisting God: Heracl. Pont. alleg. Homer. 1; Lucian, Jup. tr. 45.)
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, -ον)
αυτός που μάχεται κατά του θεού (ή τών θεών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο-μάχος, πρό-μαχος].
Greek Monotonic
θεομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θεομάχος: (ᾰ) борющийся с богами, ведущий борьбу против божества Luc., NT.