θυμοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμοβᾰρής:''' с тяжелым сердцем, подавленный (θ. [[μύρομαι]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θῡμο-βάρεια EM458.24.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.
Greek Monolingual
θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο-βαρής, ετερο-βαρής].
Greek Monotonic
θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβᾰρής: с тяжелым сердцем, подавленный (θ. μύρομαι Anth.).