θύρη: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύρη:''' [[θύρηθε]], Ιων. και Επικ. αντί [[θύρα]], [[θύραθεν]].
|lsmtext='''θύρη:''' [[θύρηθε]], Ιων. και Επικ. αντί [[θύρα]], [[θύραθεν]].
}}
{{elru
|elrutext='''θύρη:''' ион.-эп. = [[θύρα]].
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρη Medium diacritics: θύρη Low diacritics: θύρη Capitals: ΘΥΡΗ
Transliteration A: thýrē Transliteration B: thyrē Transliteration C: thyri Beta Code: qu/rh

English (LSJ)

θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.

Greek (Liddell-Scott)

θύρη: θύρηθε, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ θύρα, θύραθεν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θύρα.

English (Autenrieth)

door, gate, folding-doors, entrance, Od. 13.370 ; ἐπὶ θύρῃσι, ‘at the court’ (cf. ‘Sublime Porte,’ of the Sultan, and Xenophon's βασιλέως θύραι).

Greek Monolingual

(I)
θύρη, ἡ (Α)
ιων. και επικ. τ. του θύρα.———————— (II)
θύρη, τὰ (Μ)
η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θύρα με μεταβολή γένους].

Greek Monotonic

θύρη: θύρηθε, Ιων. και Επικ. αντί θύρα, θύραθεν.

Russian (Dvoretsky)

θύρη: ион.-эп. = θύρα.