θυοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα [[εντόσθια]] τών σφαγίων, ο [[ιεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυννο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>κερδο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |mltxt=[[θυοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα [[εντόσθια]] τών σφαγίων, ο [[ιεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυννο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>κερδο</i>-<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θυοσκόπος:''' ὁ Eur. v. l. = [[θυοσκόος]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A inspecting the entrails, Hsch., Phot., v.l. in E.Rh.68.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, der aus den Opfern wahrsagt, Sp., als v. l. auch Eur. Rhes. 68.
Greek (Liddell-Scott)
θυοσκόπος: -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ ἐντόσθια, Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.
Greek Monolingual
θυοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννο-σκόπος, κερδο-σκόπος].
Russian (Dvoretsky)
θυοσκόπος: ὁ Eur. v. l. = θυοσκόος II.