Ἰᾶπυξ: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰᾶπυξ:''' Ιων. Ἰῆπυξ, -ῠγος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ΒΔ ή ΔΒΔ [[άνεμος]], σε Αριστ. <b>II.Ἰάπῠγες</b>, Ιων. Ἰήπῠγες, <i>οἱ</i>, [[λαός]], [[πληθυσμός]] της Νότιας Ιταλίας, σε Ηρόδ.· <i>ἡ</i> Ἰᾱπῠγία, Ιων. Ἰηπῠγίη, η [[χώρα]] των Ιαπύγων, στον ίδ.· επίθ. Ἰᾱπύγιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιαπυγικός, σε Θουκ. | |lsmtext='''Ἰᾶπυξ:''' Ιων. Ἰῆπυξ, -ῠγος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ΒΔ ή ΔΒΔ [[άνεμος]], σε Αριστ. <b>II.Ἰάπῠγες</b>, Ιων. Ἰήπῠγες, <i>οἱ</i>, [[λαός]], [[πληθυσμός]] της Νότιας Ιταλίας, σε Ηρόδ.· <i>ἡ</i> Ἰᾱπῠγία, Ιων. Ἰηπῠγίη, η [[χώρα]] των Ιαπύγων, στον ίδ.· επίθ. Ἰᾱπύγιος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιαπυγικός, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰᾶπυξ:''' ῠγος ὁ (= [[Ἀργέστης]]) иапиг (зап.-сев.-зап. ветер, дующий от берегов Иапигии в сторону Эллады и, следовательно, попутный для направляющихся сюда судов) Arst.<br />υγος ὁ Иапиг (сын Ликаона, по друг. сын Дедала, миф. основатель Иапигии и родоначальник иапигов) Plin. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. Ἰῆπυξ, ῠγος, ὁ,
A the NW.(or rather WNW.) wind,= ἀργέστης, Arist.Vent.973b14, Mu.394b26. II Ἰάπῠγες, Ion. Ἰήπῠγες, οἱ, a people of Southern Italy, Hdt.7.170: ἡ Ἰαπυγία, Ion. Ἰηπῠγίη, their
A country, ibid.:—Adj. Ἰᾱπύγιος, α, ον, Iapygian, ἄκρα Th.6.30.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰᾶπυξ: Ἰων. Ἰῆπυξ, ῠγος, ὁ, ὁ ΒΔ. ἢ μᾶλλον ΔΒΔ. ἄνεμος, καλούμενος καὶ ἀργέστης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 12, Ἀποσπ. 238, 11. ΙΙ. Ἰάπῠγες, Ἰων. Ἰήπυγες, οἱ, λαὸς τῆς νοτίου Ἰταλίας, Ἡρόδ. 7. 170· - ἡ Ἰᾱπυγία, Ἰων. Ἰηπυγίη, ἡ χώρα αὐτῶν, αὐτόθι· - ἐπίθ. Ἰᾱπύγιος, α, ον, Θουκ. 6. 30.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ) :
vent ouest-nord-ouest.
Étymologie: Ἰάπυγες.
Greek Monotonic
Ἰᾶπυξ: Ιων. Ἰῆπυξ, -ῠγος, ὁ,
I. ΒΔ ή ΔΒΔ άνεμος, σε Αριστ. II.Ἰάπῠγες, Ιων. Ἰήπῠγες, οἱ, λαός, πληθυσμός της Νότιας Ιταλίας, σε Ηρόδ.· ἡ Ἰᾱπῠγία, Ιων. Ἰηπῠγίη, η χώρα των Ιαπύγων, στον ίδ.· επίθ. Ἰᾱπύγιος, -α, -ον, Ιαπυγικός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰᾶπυξ: ῠγος ὁ (= Ἀργέστης) иапиг (зап.-сев.-зап. ветер, дующий от берегов Иапигии в сторону Эллады и, следовательно, попутный для направляющихся сюда судов) Arst.
υγος ὁ Иапиг (сын Ликаона, по друг. сын Дедала, миф. основатель Иапигии и родоначальник иапигов) Plin.