θυοσκέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυοσκέω:''' [[προσφέρω]] ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θυοσκέω:''' [[προσφέρω]] ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με [[φωτιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυοσκέω:''' или [[θυοσκοέω]] приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v. l. [[θυοσκινέω]]).
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠοσκέω Medium diacritics: θυοσκέω Low diacritics: θυοσκέω Capitals: ΘΥΟΣΚΕΩ
Transliteration A: thyoskéō Transliteration B: thyoskeō Transliteration C: thyoskeo Beta Code: quoske/w

English (LSJ)

   A make burnt-offerings, Hsch.; περίπεμπτα θυοσκεῖς prob. in A.Ag.87 (θυοσκινεῖς codd.). (For θυο-σκοέω, cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκέω: προσφέρω ὁλοκαυτώματα, διὰ πυρὸς θυσίας, Ἡσύχ.· ὁπόθεν διορθοῦται ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 87, περίπεμπτα θυοσκεῖς, ἔνθα τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. θυοσκινεῖς· - ἂν καὶ ἡ γραφὴ θυοσκεῖς εἶναι ὀρθή, φαίνεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ θυοσκοεῖς (ἐκ τοῦ ἑπομ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. θυοσκοέω.

Greek Monotonic

θυοσκέω: προσφέρω ολοκαυτώματα, κάνω προσφορές στους θεούς μέσω θυσίας με φωτιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θυοσκέω: или θυοσκοέω приносить жертву, совершать жертвоприношения (Aesch. - v. l. θυοσκινέω).