θύον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύον:''' τό ([[θύω]] Α), ένα δέντρο του οποίου το [[ξύλο]] όταν καιγόταν ευωδίαζε, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θύον:''' τό ([[θύω]] Α), ένα δέντρο του οποίου το [[ξύλο]] όταν καιγόταν ευωδίαζε, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θύον:''' τό<b class="num">1)</b> туя (дерево, душистая древесина которого употреблялась для культовых курений): ὀδμὴ εὐκεάτοιο θύου Hom. запах (от горения) легко колющейся туи;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. благовонное курение, фимиам или жертвенный пирог, жертва Pind.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύον Medium diacritics: θύον Low diacritics: θύον Capitals: ΘΥΟΝ
Transliteration A: thýon Transliteration B: thyon Transliteration C: thyon Beta Code: qu/on

English (LSJ)

[ῠ], τό, (θύω A)

   A thyine-wood, citron-wood, Callitris quadrivalvis, Od.5.60, Thphr.HP5.3.7, BCH6.26(Delos, ii B.C.), Moschio ap.Ath. 5.207e, Plin.HN13.100, Ael.VH5.6; cf. θυία, θύα.    II = θύος, in pl. θύα, τά, burnt-offerings or incense, Sapph.Supp.8.2, prob. in IG5(1). p.vii (Delos, v B.C.), Pi.Fr.129.7 (θύματα codd. Plu.), BCH37.195 (Chios, iv B.C.), SIG1003.10(Priene, ii B.C.), D.P.936, EM457.6.

German (Pape)

[Seite 1226] τό (θύω), 1) ein Baum, dessen Holz wegen seines Wohlgeruchs verbrannt wurde, Od. 5, 59; nach Theophr. aus Libyen (s. θυΐα). Sein Holz wurde zu kostbaren Sachen, bes. beim Bau von Tempeln verwandt, Ath. V, 207 e. – 2) = Folgdm, Opfergabe, Opferkuchen; Pind. frg. 95; D. Per. 936.

Greek (Liddell-Scott)

θύον: τό, (θύω) δένδρον, τοῦ ὁποίου τὸ ξύλον ἐκαίετο ὡς ἀρωματικόν, Ὀδ. Ε. 60· ὡσαύτως ἐν χρήσει εἰς πολυτελῆ ἔργα, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207 Ε, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6· πιθαν. Το αὐτὸ τῷ θυία, ἴδε τὴν λέξ. ΙΙ. = θύος, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θύα, τὰ, πλακούντια, θυμίαμα κτλ., Πίνδ. Ἀποσπ. 95. 7· διάφ. γραφ. παρ’ Εὐπόλ. (ἴδε το ἑπόμ.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
arbre odoriférant.
Étymologie: θύος.

English (Autenrieth)

a tree with fragrant wood, arbor-vitae, Od. 5.60†.

Greek Monolingual

θύον, τὸ (Α)
1. δένδρο του οποίου το ξύλο καιγόταν ως αρωματικό ή με το οποίο κατασκεύαζαν πολυτελή αντικείμενα
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ θύα
θρησκευτικές προσφορές, πλακούντια, θυμίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I). Η αρχική σημασία είναι «αρωματικό ξύλο», εξελίχθηκε όμως σε «προσφορά θρησκευτική»].

Greek Monotonic

θύον: τό (θύω Α), ένα δέντρο του οποίου το ξύλο όταν καιγόταν ευωδίαζε, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θύον: τό1) туя (дерево, душистая древесина которого употреблялась для культовых курений): ὀδμὴ εὐκεάτοιο θύου Hom. запах (от горения) легко колющейся туи;
2) преимущ. pl. благовонное курение, фимиам или жертвенный пирог, жертва Pind.