ἰξοεργός: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰξοεργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, [[κυνηγός]] πουλιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰξοεργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, [[κυνηγός]] πουλιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰξοεργός:''' ὁ птицелов (пользующийся клейкими прутьями) Anth.
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοεργός Medium diacritics: ἰξοεργός Low diacritics: ιξοεργός Capitals: ΙΞΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ixoergós Transliteration B: ixoergos Transliteration C: iksoergos Beta Code: i)coergo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A one who uses birdlime, fowler, AP9.264.5 (Apollonid. vel Phil.), 273 tit.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Leimruthen Machende, Vogelsteller, Apollnds. 25 (IX, 264).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοεργός: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Ἀνθ. Π. 9. 264.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ἰξός, ἔργον.

Greek Monolingual

ἰξοεργός, -όν (Α)
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο-εργός φυτο-εργός].

Greek Monotonic

ἰξοεργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, κυνηγός πουλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοεργός: ὁ птицелов (пользующийся клейкими прутьями) Anth.