ἰσάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσάγγελος:''' -ον, όμοιος, [[ίσος]] με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἰσάγγελος:''' -ον, όμοιος, [[ίσος]] με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσάγγελος:''' равный ангелам NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.
German (Pape)
[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal aux anges.
Étymologie: ἴσος, ἄγγελος.
English (Strong)
from ἴσος and ἄγγελος; like an angel, i.e. angelic: equal unto the angels.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰσάγγελος, -ον)
ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ).
επίρρ...
ἰσαγγέλως (Μ)
σαν άγγελος, ομοια με άγγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἄγγελος.
Greek Monotonic
ἰσάγγελος: -ον, όμοιος, ίσος με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἰσάγγελος: равный ангелам NT.