ἰσόνειρος: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόνειρος:''' -ον, όμοιος με όνειρο, [[κενός]], [[μάταιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἰσόνειρος:''' -ον, όμοιος με όνειρο, [[κενός]], [[μάταιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόνειρος:''' подобный сновидению, т. е. сковывающий как сон ([[ὀλιγοδρανία]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνειρος Medium diacritics: ἰσόνειρος Low diacritics: ισόνειρος Capitals: ΙΣΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: isóneiros Transliteration B: isoneiros Transliteration C: isoneiros Beta Code: i)so/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].

German (Pape)

[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.

Greek Monolingual

ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.

Greek Monotonic

ἰσόνειρος: -ον, όμοιος με όνειρο, κενός, μάταιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόνειρος: подобный сновидению, т. е. сковывающий как сон (ὀλιγοδρανία Aesch.).