κακοδαιμονάω: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''κᾰκοδαιμονάω:''' βασανίζομαι από [[κακό]] δαίμονα, κατέχομαι από [[κακό]] [[πνεύμα]], σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοδαιμονάω:''' быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be tormented by an evil genius, possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (-οῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for sq. in M.Ant.2.8.
German (Pape)
[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.
Greek Monotonic
κᾰκοδαιμονάω: βασανίζομαι από κακό δαίμονα, κατέχομαι από κακό πνεύμα, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδαιμονάω: быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.