ἰσοϋψής: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ἰσοϋψής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον [[άλλο]] («ισοϋψή δένδρα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «ισοϋψή [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] [[απόσταση]] από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο [[υψόμετρο]]<br />2) «[[ισοϋψής]] [[καμπύλη]]» — [[καμπύλη]] που σε έναν τοπογραφικό [[χάρτη]] ή σε [[διάγραμμα]] ενώνει τα [[σημεία]] τα οποία έχουν το ίδιο [[υψόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ύψος</i>]. | |mltxt=-ες (ΑΜ [[ἰσοϋψής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον [[άλλο]] («ισοϋψή δένδρα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «ισοϋψή [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] [[απόσταση]] από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο [[υψόμετρο]]<br />2) «[[ισοϋψής]] [[καμπύλη]]» — [[καμπύλη]] που σε έναν τοπογραφικό [[χάρτη]] ή σε [[διάγραμμα]] ενώνει τα [[σημεία]] τα οποία έχουν το ίδιο [[υψόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ύψος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσοϋψής:''' столь же высокий, равный по высоте ([[κλῖμαξ]] ἰ. τῷ τείχει Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.
German (Pape)
[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).