καλαμώδης: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλᾰμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[καλάμι]], [[γεμάτος]] καλάμια, σε Ανθ. | |lsmtext='''κᾰλᾰμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[καλάμι]], [[γεμάτος]] καλάμια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλᾰμώδης:''' заросший тростником ([[λίμνη]] Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.
German (Pape)
[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, κυματ-ώδης)].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμώδης: заросший тростником (λίμνη Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.