καπράω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καπράω:''' ([[κάπρος]]), μεταφ., είμαι [[αισχρός]], [[ακόλαστος]] ή [[λάγνος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καπράω:''' ([[κάπρος]]), μεταφ., είμαι [[αισχρός]], [[ακόλαστος]] ή [[λάγνος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καπράω:''' <b class="num">1)</b> (о свиньях) находиться в периоде полового возбуждения Arst.;<br /><b class="num">2)</b> перен. распутничать Arph.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπράω Medium diacritics: καπράω Low diacritics: καπράω Capitals: ΚΑΠΡΑΩ
Transliteration A: kapráō Transliteration B: kapraō Transliteration C: kaprao Beta Code: kapra/w

English (LSJ)

of sows,

   A want the boar, Arist.HA572b24: metaph., to be lecherous, καπρῶσα γραῦς Ar.Pl.1024, cf. Men.917.

German (Pape)

[Seite 1324] (κάπρος), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Uebertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα γραῦς, Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καπράω: ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, ὅταν ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, ἀκόλαστος, λάγνος, καπρῶσα γραῦς Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ ὡσαύτως, καπρίζω, καπρώζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en rut.
Étymologie: κάπρος.

Greek Monotonic

καπράω: (κάπρος), μεταφ., είμαι αισχρός, ακόλαστος ή λάγνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καπράω: 1) (о свиньях) находиться в периоде полового возбуждения Arst.;
2) перен. распутничать Arph.