κανθήλιος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''κανθήλιος:''' ὁ, = [[κάνθων]], είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη [[μεταφορά]] φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κανθήλιος:''' ὁ<b class="num">1)</b> (тж. κ. [[ὄνος]] Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> бран. осел, глупец Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Uebertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.
Greek (Liddell-Scott)
κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.
Greek Monolingual
κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.
Greek Monotonic
κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κανθήλιος: ὁ1) (тж. κ. ὄνος Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;
2) бран. осел, глупец Luc.