καρηκομόωντες: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰρηκομόωντες:''' οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν [[μακριά]] μαλλιά στο [[κεφάλι]], μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο [[πίσω]] [[μέρος]] του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν [[ὄπισθεν]] [[κομόωντες]]), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κᾰρηκομόωντες:''' οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν [[μακριά]] μαλλιά στο [[κεφάλι]], μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο [[πίσω]] [[μέρος]] του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν [[ὄπισθεν]] [[κομόωντες]]), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρηκομόωντες:''' тж. раздельно [part. praes. pl. к *[[καρηκομάω]] обросшие волосами, длинноволосые ([[Ἀχαιοί]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:31, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ, (κομάω)
A with hair on the head, long-haired, epith. of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro Conv.18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.Ep.19.
German (Pape)
[Seite 1327] οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιθεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνθαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.
French (Bailly abrégé)
v. καρηκομάω.
English (Autenrieth)
long-haired; epith. of the Achaeans, who cut their hair only in mourning or on taking a vow, Il. 23.146, 151, while slaves and Orientals habitually shaved their heads.
Greek Monolingual
οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές
αρχ.
(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)
1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη
2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + κομόωντες, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. κομάω «τρέφω κόμη»].
Greek Monotonic
κᾰρηκομόωντες: οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν μακριά μαλλιά στο κεφάλι, μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν ὄπισθεν κομόωντες), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
καρηκομόωντες: тж. раздельно [part. praes. pl. к *καρηκομάω обросшие волосами, длинноволосые (Ἀχαιοί Hom.).