καναχηδά: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰνᾰχηδά:''' επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το [[νερό]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''κᾰνᾰχηδά:''' επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το [[νερό]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰνᾰχηδά:''' (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A with a loud noise, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.Th.367, cf. A.R.3.71, Call.Del.45; of flutes, v. μίτρα.
German (Pape)
[Seite 1320] mit Geräusch, Getön, Gebrause; ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes. Th. 367; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pind. N. 8, 14 geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνᾰχηδά: μετὰ καναχῆς, ἠχητικῶς, μετὰ κτύπου πολλοῦ, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Ἡσ. Θ. 367· Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ (καναχαδὰ Bergk) πεποικιλμέναν Πινδ. Ν. 8, 25, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 71· ἐπὶ αὐλῶν, ἴδε ἐν λ. μίτρα.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: καναχέω, -δα.
Greek Monotonic
κᾰνᾰχηδά: επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνᾰχηδά: (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.).