καταβιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβιβρώσκω:''' μέλ. <i>-βρώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έβρων</i>, Παθ. παρακ. <i>-βέβρωμα</i>, αόρ. αʹ <i>-εβρώθην</i>· κατατρώω, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''καταβιβρώσκω:''' μέλ. <i>-βρώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έβρων</i>, Παθ. παρακ. <i>-βέβρωμα</i>, αόρ. αʹ <i>-εβρώθην</i>· κατατρώω, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιβρώσκω:''' (fut. [[καταβρώσομαι]], aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать (ἄμβροτον [[εἶδαρ]] Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.): [[ὥστε]] [[ἐκπέποται]] καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπός]] Her. когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая; τὰ διεφθαρμένα καὶ καταβεβρωμένα Plat. размытые и выветрившиеся местности.
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβιβρώσκω Medium diacritics: καταβιβρώσκω Low diacritics: καταβιβρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katabibrṓskō Transliteration B: katabibrōskō Transliteration C: katavivrosko Beta Code: katabibrw/skw

English (LSJ)

(pres. not found,

   A v. ἐσθίω), aor. κατέβρων h.Ap. 127: pf. Pass. καταβέβρωμαι: aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Antiph.82: metaph., καταβεβρώκασι . . τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30; τὰ ὄντα Hyp.Fr.249:—Pass., ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16; κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6; καταβέβρωται Hdt.4.199; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd.110a.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. καταβρώθω. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, ἔφαγον τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ καταβρώξειε ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. καταβρόξειε).

French (Bailly abrégé)

f. καταβρώσομαι, ao. κατέβρωσα, ao.2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα;
avaler, dévorer, engloutir.
Étymologie: κατά, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

καταβιβρώσκω)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την πάροδο του χρόνου, φθείρω λίγο λίγο, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βιβρώσκω «τρώγω»].

Greek Monotonic

καταβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, αόρ. βʹ -έβρων, Παθ. παρακ. -βέβρωμα, αόρ. αʹ -εβρώθην· κατατρώω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβιβρώσκω: (fut. καταβρώσομαι, aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать (ἄμβροτον εἶδαρ Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.): ὥστε ἐκπέποται καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая; τὰ διεφθαρμένα καὶ καταβεβρωμένα Plat. размытые и выветрившиеся местности.