Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρέμᾰμαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατακρέμᾰμαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρέμᾰμαι:''' (только praes.) свисать (κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρέμᾰμαι Medium diacritics: κατακρέμαμαι Low diacritics: κατακρέμαμαι Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: katakrémamai Transliteration B: katakremamai Transliteration C: katakremamai Beta Code: katakre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρέμᾰμαι: Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être suspendu à, gén..
Étymologie: κατά, κρέμαμαι.

Greek Monolingual

κατακρέμαμαι (Α)
κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατακρέμᾰμαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, αιωρούμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρέμᾰμαι: (только praes.) свисать (κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut.).