καταθραύω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], [[συντρίβω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], [[συντρίβω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθραύω:''' разбивать на части (ἀγέλην Plat.; τὰ σώματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθραύω Medium diacritics: καταθραύω Low diacritics: καταθραύω Capitals: ΚΑΤΑΘΡΑΥΩ
Transliteration A: katathraúō Transliteration B: katathrauō Transliteration C: katathrayo Beta Code: kataqrau/w

English (LSJ)

   A break in pieces, shatter, Pl.Plt.265d, Ti.56e (Pass.), Plu.2.949c; εἰς λεπτά Gal.18(1).471.

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θραύω), zerbrechen, zermalmen, Plat. Polit. 265 d; καταθραυσθῇ Tim. 56 e; Sp., wie Plut. reg. et imper. apophth. p. 88; – κατάθραυστος, zerbrochen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καταθραύω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, Τίμ. 56Ε· εἰς λεπτὰ Γαλην. 12. 357.

French (Bailly abrégé)

briser, fracasser.
Étymologie: κατά, θραύω.

Greek Monolingual

καταθραύω (Α)
θραύω σε κομμάτια, συντρίβω, κατασπάζω.

Greek Monotonic

καταθραύω: μέλ. -σω, σπάω σε κομμάτια, κομματιάζω, συντρίβω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταθραύω: разбивать на части (ἀγέλην Plat.; τὰ σώματα Plut.).