κατασκευασμός: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκευασμός:''' ὁ, [[επινόηση]], [[τέχνασμα]], σε Δημ. | |lsmtext='''κατασκευασμός:''' ὁ, [[επινόηση]], [[τέχνασμα]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκευασμός:''' ὁ Dem. = [[κατασκεύασμα]] 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat.ex composito, D.C.38.9, al.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, = κατασκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευασμός: ὁ, μηχανισμός, μηχάνημα, ἐπινόημα, κ. ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
machination, invention ; ἐκ κατασκευασμοῦ d’accord.
Étymologie: κατασκευάζω.
Greek Monolingual
κατασκευασμός, ὁ (Α) κατασκευάζω
επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
κατασκευασμός: ὁ, επινόηση, τέχνασμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατασκευασμός: ὁ Dem. = κατασκεύασμα 5.