κατακτάς: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ.
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακτάς:''' Hom., Trag. part. aor. к [[κατακτείνω]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτάς Medium diacritics: κατακτάς Low diacritics: κατακτάς Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΣ
Transliteration A: kataktás Transliteration B: kataktas Transliteration C: kataktas Beta Code: katakta/s

English (LSJ)

κατακτάμενος,

   A v. κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.