καταστερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(19)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καταστερίζω]]) [[κατάστερος]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών αστέρων, [[κατατάσσω]] σε αστερισμό («ὁ [[Κρόνος]] πάντας κατηστέρησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[σημειώνω]] κάποιον αστερισμό<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
|mltxt=(Α [[καταστερίζω]]) [[κατάστερος]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών αστέρων, [[κατατάσσω]] σε αστερισμό («ὁ [[Κρόνος]] πάντας κατηστέρησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[σημειώνω]] κάποιον αστερισμό<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
}}
{{elru
|elrutext='''καταστερίζω:''' помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1381] unter die Sterne versetzen, Schol. Il. 18, 486. 22, 29; ἐν οὐρανῷ D. Sic. 4, 61; αἱ νῦν ἐν οὐρανῷ κατηστερίσθαι λεγόμεναι D. Hal. 1, 61. – Mit Sternen schmücken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταστερίζω: μέλλ. -ίσω, κατατάσσω μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἐν οὐρανῷ κ. τινὰ Διόδ. 4, 61· ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρισε Πλούτ. 2. 308Α· καὶ Παθ., θυγατέρες ἑπτὰ αἱ νῦν κατηστερίσθαι λεγόμεναι Διον. Ἁλ. 1. 61. ΙΙ. κοσμῶ δι’ ἀστέρων, τὴν σφαῖραν Πρόκλ.― Παθ., κατηστερισμένον ποτήριον Ἀθήν. 489Ε.

French (Bailly abrégé)

placer parmi les astres.
Étymologie: κατά, ἀστερίζω.

Greek Monolingual

καταστερίζω) κατάστερος
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).

Russian (Dvoretsky)

καταστερίζω: помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).