κατηγορητικός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(20)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορητικός]], -ή, -όν)<br /><b>(νομ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατηγορία]], που γίνεται για [[κατηγορία]], για [[ενοχοποίηση]], για [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(λογ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) [[κατηγορία]] ή [[κατηγόρημα]], [[κατηγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]<br />η λ. με την αρχ. σημ. [[είναι]] πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[κατηγορικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορητικός]], -ή, -όν)<br /><b>(νομ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατηγορία]], που γίνεται για [[κατηγορία]], για [[ενοχοποίηση]], για [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(λογ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) [[κατηγορία]] ή [[κατηγόρημα]], [[κατηγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]]<br />η λ. με την αρχ. σημ. [[είναι]] πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[κατηγορικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατηγορητικός:''' Arst. = [[κατηγορικός]] I.
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορητικός Medium diacritics: κατηγορητικός Low diacritics: κατηγορητικός Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katēgorētikós Transliteration B: katēgorētikos Transliteration C: katigoritikos Beta Code: kathgorhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = κατηγορικός 1, Arist. Rh.Al.1421b10 codd. (leg. κατηγορικόν as in 1426b22, 25 = PHib.1.26.295,297).

Greek (Liddell-Scott)

κατηγορητικός: ή, όν = κατηγορικός Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατηγορητικός, -ή, -όν)
(νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή
αρχ.
(λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ
η λ. με την αρχ. σημ. είναι πιθ. μεταπλασμένος τ. του κατηγορικός.

Russian (Dvoretsky)

κατηγορητικός: Arst. = κατηγορικός I.