Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρπασον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(19)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carpasum</i> / <i>carpathum</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. σε [[καρπός]] και [[επίθημα]] -<i>άσον</i> [[είναι]] [[προφανώς]] εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα <i>kapasija</i> και <i>kapatija</i>].
|mltxt=[[κάρπασον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[λευκός]] [[ελλέβορος]]<br /><b>2.</b> ο [[δηλητηριώδης]] [[χυμός]] του ελλέβορου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, [[λέξη]] όπως επιβεβαιώνεται από την [[εναλλαγή]] <i>s</i> και <i>th</i> οδοντικού: Καρπασία / [[Κάρπαθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>carpasum</i> / <i>carpathum</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. σε [[καρπός]] και [[επίθημα]] -<i>άσον</i> [[είναι]] [[προφανώς]] εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα <i>kapasija</i> και <i>kapatija</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κάρπᾰσον:''' τό тж. pl. карпас (тонкая льняная ткань) Anth.
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Greek Monolingual

κάρπασον, τὸ (Α)
1. το φυτό λευκός ελλέβορος
2. ο δηλητηριώδης χυμός του ελλέβορου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ. carpasum / carpathum). Η αναγωγή της λ. σε καρπός και επίθημα -άσον είναι προφανώς εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα kapasija και kapatija].

Russian (Dvoretsky)

κάρπᾰσον: τό тж. pl. карпас (тонкая льняная ткань) Anth.