καυτός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυτός:''' -ή, -όν, [[άλλος]] [[τύπος]] του [[καυστός]].
|lsmtext='''καυτός:''' -ή, -όν, [[άλλος]] [[τύπος]] του [[καυστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''καυτός:''' Eur. = [[καυστός]].
}}
}}

Revision as of 22:53, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτός Medium diacritics: καυτός Low diacritics: καυτός Capitals: ΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: kautós Transliteration B: kautos Transliteration C: kaftos Beta Code: kauto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v. καυστός.

Greek (Liddell-Scott)

καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)

Greek Monotonic

καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.

Russian (Dvoretsky)

καυτός: Eur. = καυστός.