κεραμών: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(20)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραμών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[κέραμος]]<br />[[κατάστημα]] ή [[αποθήκη]] με [[πολλά]] πήλινα αντικείμενα.
|mltxt=[[κεραμών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[κέραμος]]<br />[[κατάστημα]] ή [[αποθήκη]] με [[πολλά]] πήλινα αντικείμενα.
}}
{{elru
|elrutext='''κερᾰμών:''' ῶνος ὁ глиняный сосуд Arph.
}}
}}

Revision as of 22:55, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμών Medium diacritics: κεραμών Low diacritics: κεραμών Capitals: ΚΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: keramṓn Transliteration B: keramōn Transliteration C: keramon Beta Code: keramw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A store for pottery or tiles, Hdn.Gr.1.32, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμών: -ῶνος, ὁ, μέρος ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19.

Greek Monolingual

κεραμών, -ῶνος, ὁ (Α) κέραμος
κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμών: ῶνος ὁ глиняный сосуд Arph.