κηπολόγος: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηπολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ. | |lsmtext='''κηπολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηπολόγος:''' учащий в саду ([[Ἐπίκουρος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A teaching in a garden, of Epicureans, AP6.307 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1432] im Garten lehrend, Epikur, Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
κηπολόγος: -ον, ὁ διδάσκων ἐν κήπῳ ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Ἀνθολ. Π. 6. 307.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui enseigne dans un jardin (Épicure).
Étymologie: κῆπος, λέγω³.
Greek Monolingual
κηπολόγος, -ον (Α)
(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -λόγος (< λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
κηπολόγος: -ον (λέγω), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κηπολόγος: учащий в саду (Ἐπίκουρος Anth.).