κατεπάλμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο,

   A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.