κογχύλη: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κογχύλη:''' [ῠ], ἡ = [[κόγχη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κογχύλη:''' [ῠ], ἡ = [[κόγχη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κογχύλη:''' (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = κόγχη, v.l. in Ph.1.536, cf. AP9.214 (Leo).
German (Pape)
[Seite 1465] ἡ, = κόγχη; bes. die Purpurschnecke, VLL.; Philo u. a. Sp. – Uebertr., λόγων Leo Philos. ep. 5 (IX, 214).
Greek (Liddell-Scott)
κογχύλη: ἡ, = κόγχη, Φίλων 1. 536, Ἀνθ. Π. 9. 214 ἔνθα ῠ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
coquillage.
Étymologie: cf. κόγχη.
Greek Monolingual
η (AM κογχύλη)
το κοχύλι
μσν.-αρχ.
η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. -ύλη (πρβλ. αγκ-ύλη, κανθ-ύλη)].
Greek Monotonic
κογχύλη: [ῠ], ἡ = κόγχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κογχύλη: (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.