κολυμβίς: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κολυμβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[θαλασσοπούλι]], «[[γλαροπούλι]]», σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κολυμβίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[θαλασσοπούλι]], «[[γλαροπούλι]]», σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολυμβίς:''' ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A diver, name of a bird, prob. grebe, Podiceps minor, Ar.Av.304, Arist.HA593b17, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d; cf. κολυμβάς 11.1: as Adj., κ. αἴθυιαι Arat.296.
German (Pape)
[Seite 1476] ίδος, ἡ, = κολυμβάς, eine Entenart; Ar. Av. 306, vgl. Ath. IX, 395 d; Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβίς: -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, ὄνομα πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, ἴσως ἡ ἀγρία νῆσσα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15˙ πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1˙ ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
plongeon, oiseau.
Étymologie: κόλυμβος.
Greek Monolingual
κολυμβίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλυμβος
1. κολυμβήτρια
2. είδος πτηνού, πιθ. η άγρια πάπια.
Greek Monotonic
κολυμβίς: -ίδος, ἡ, θαλασσοπούλι, «γλαροπούλι», σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κολυμβίς: ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.