κροτοθόρυβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροτοθόρυβος]], ὁ (Α)<br />ο [[ήχος]] τών χειροκροτημάτων, ηχηρή [[επιδοκιμασία]] ή [[επικρότηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] <span style="color: red;">+</span> [[θόρυβος]], [[είδος]] επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].
|mltxt=[[κροτοθόρυβος]], ὁ (Α)<br />ο [[ήχος]] τών χειροκροτημάτων, ηχηρή [[επιδοκιμασία]] ή [[επικρότηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] <span style="color: red;">+</span> [[θόρυβος]], [[είδος]] επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].
}}
{{elru
|elrutext='''κροτοθόρῠβος:''' ὁ тж. pl. шумные рукоплескания Epicur. ap. Diog. L. et Plut.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτοθόρῠβος Medium diacritics: κροτοθόρυβος Low diacritics: κροτοθόρυβος Capitals: ΚΡΟΤΟΘΟΡΥΒΟΣ
Transliteration A: krotothórybos Transliteration B: krotothorybos Transliteration C: krotothoryvos Beta Code: krotoqo/rubos

English (LSJ)

ὁ,

   A loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.

German (Pape)

[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruyant applaudissement.
Étymologie: κρότος, θόρυβος.

Greek Monolingual

κροτοθόρυβος, ὁ (Α)
ο ήχος τών χειροκροτημάτων, ηχηρή επιδοκιμασία ή επικρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος + θόρυβος, είδος επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].

Russian (Dvoretsky)

κροτοθόρῠβος: ὁ тж. pl. шумные рукоплескания Epicur. ap. Diog. L. et Plut.