κρυπτάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυπτάδιος:''' и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый ([[φιλότης]] Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. [[μάχη]] Aesch. тайная борьба, заговор.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτάδιος Medium diacritics: κρυπτάδιος Low diacritics: κρυπτάδιος Capitals: ΚΡΥΠΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: kryptádios Transliteration B: kryptadios Transliteration C: kryptadios Beta Code: krupta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)),

   A secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. -ίως Man.2.195, 6.182.

German (Pape)

[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.

English (Autenrieth)

secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.

Greek Monolingual

κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφ-άδιος, αμφ-άδιος)].

Greek Monotonic

κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτάδιος: и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый (φιλότης Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. μάχη Aesch. тайная борьба, заговор.