κρεουργηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(nl) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken. | |elnltext=κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεουργηδόν:''' adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.
Greek Monolingual
κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, φαλαγγ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργηδόν: adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.).