κυανωπός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
|lsmtext='''κυᾰνωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνωπός:''' Anth. = [[κυανῶπις]].
}}
}}