λοξόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξόω''': [[κάμνω]] τι λοξόν, [[ῥίπτω]] λοξῶς, πλαγίως, τὰς λογάδας Σώφρ. 3 Ahr.· - Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λοξός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 9, Στράβ. 267. | |lstext='''λοξόω''': [[κάμνω]] τι λοξόν, [[ῥίπτω]] λοξῶς, πλαγίως, τὰς λογάδας Σώφρ. 3 Ahr.· - Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λοξός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 9, Στράβ. 267. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοξόω:''' делать кривым (ἡ κατὰ τὸν λελοξωμένον κύκλον [[φορά]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A make slanting, cast sideways, τὰς λογάδας Sophr.49:— Pass., to be or become so, Hp.Mul.1.33, Eudox. ap. Arist.Metaph.1073b20, 29, Str.6.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόω: κάμνω τι λοξόν, ῥίπτω λοξῶς, πλαγίως, τὰς λογάδας Σώφρ. 3 Ahr.· - Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι λοξός, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 9, Στράβ. 267.
Russian (Dvoretsky)
λοξόω: делать кривым (ἡ κατὰ τὸν λελοξωμένον κύκλον φορά Anth.).